- κατηκόντισε
- κατακοντίζωshoot downaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακοντίζω — (AM) πλήττω κάποιον σαν να τὸν χτυπούσα με ακόντιο («θείοις ῥήμασιν ὡς βέλεσι κατηκόντισε», Μηναὶ) αρχ. φονεύω με ακόντιο («ὡς κατακοντιέει σφέας», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek